ἕξεως

ἕξεως
ἕξεω̆ς , ἕξις
having
fem gen sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • περίλεξις — έξεως, ἡ, Α [περιλέγω] περιττολογία …   Dictionary of Greek

  • περίπλεξις — έξεως, ἡ Α [περιπλέκω] περιπλοκή …   Dictionary of Greek

  • περίφλεξις — έξεως, ἡ Α [περιφλέγω] υπερβολικός καύσωνας («περιφλέξεις τοῡ ἡλίου») …   Dictionary of Greek

  • περιένεξις — έξεως, ἡ, Μ συμπερίληψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < απρμφ. περιενεγκεῖν τού περιφέρω] …   Dictionary of Greek

  • προένεξις — έξεως, ή, ΜΑ μσν. η προηγούμενη αναφορά σε κάτι αρχ. 1. η παρουσίαση 2. η προφορά, ο τρόπος εκφώνησης. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ φέρω, πρβλ. αόρ. προενεγκεῖν (βλ. και λ. ενεγκείν), πρβλ. κατ ένεξις] …   Dictionary of Greek

  • προδιάλεξις — έξεως, ἡ, Α [προδιαλέγω] προηγούμενη ή προκαταρκτική συνομιλία …   Dictionary of Greek

  • προσένεξις — έξεως, ἡ, Α 1. προσφορά 2. η θυσία τού Χριστού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. προσενεγκ τού αορ. προσενεγκ εῖν τού προσφέρω (πρβλ. δι ένεξις, κατ ένεξις)] …   Dictionary of Greek

  • πρόλεξις — έξεως, ἡ, Α [προλέγω] (κατά τον Ησύχ.) «πρόρρησις, προφητεία» …   Dictionary of Greek

  • πρόσδεξις — έξεως, ἡ, Α [προσδέχομαι] παραδοχή, αποδοχή …   Dictionary of Greek

  • πρόσεξις — έξεως, ἡ, Α [προσέχω] προσοχή, προσήλωση («νοσοτροφία... ἐμπόδιον τῇ προσέξει τοῡ νοῡ», Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”